Βαυαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βαυαρός | οι | Βαυαροί |
| γενική | του | Βαυαρού | των | Βαυαρών |
| αιτιατική | τον | Βαυαρό | τους | Βαυαρούς |
| κλητική | Βαυαρέ | Βαυαροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βαυαρός < Βαυαρ(ία) + -ός
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.vaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαυ‐α‐ρός
Κύριο όνομα
Βαυαρός αρσενικό (θηλυκό Βαυαρή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη Βαυαρία της Γερμανίας
- ※ Ο βασιλιάς Όθωνας, δεύτερος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1832. Ανήλικος ακόμη, υπό την εποπτεία μιας Αντιβασιλείας αποτελούμενης από τρεις Βαυαρούς, στις 6 Φεβρουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από έναν στρατό 3.500 Βαυαρών. (Εντμόν Αμπού, (μτφ. Αριστέα Κομνηνέλλη), Η Ελλάδα του Όθωνα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018, σελ. 75)
- (αθλητισμός) αυτός που σχετίζεται με την αθλητική ομάδα της Μπάγερν Μονάχου.
- ※ Μπάγερν Μονάχου: "Βαυαρός" και επίσημα ο Μπόλντγουϊν (Δημήτρης Σκούρτας, *, sport24.gr, 27 Ιουλίου 2020)
Μεταφράσεις
Βαυαρός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.