αντιβασιλεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιβασιλεία | οι | αντιβασιλείες |
| γενική | της | αντιβασιλείας | των | αντιβασιλειών |
| αιτιατική | την | αντιβασιλεία | τις | αντιβασιλείες |
| κλητική | αντιβασιλεία | αντιβασιλείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιβασιλεία < αντιβασιλεύς + -εία < (ελληνιστική κοινή) ἀντιβασιλεύς < ἀντί + αρχαία ελληνική βασιλεύς
Ουσιαστικό
αντιβασιλεία θηλυκό
- η επίσημη και σύμφωνη με τον νόμο και τους τύπους αντικατάσταση ενός βασιλιά στην εκτέλεση των καθηκόντων του σε περίπτωση κωλύματος ή για άλλους λόγους
- η χρονική περίοδος κατά την οποία ένας βασιλιάς έχει αντικατασταθεί σύμφωνα με τους νόμους και τους τύπους
- ※ Ο βασιλιάς Όθωνας, δεύτερος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1832. Ανήλικος ακόμη, υπό την εποπτεία μιας Αντιβασιλείας αποτελούμενης από τρεις Βαυαρούς, στις 6 Φεβρουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από έναν στρατό 3.500 Βαυαρών. (Εντμόν Αμπού, (μτφ. Αριστέα Κομνηνέλλη), Η Ελλάδα του Όθωνα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018, σελ. 75)
- (λόγιο) ο αντιβασιλέας
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αντιβασιλιάς και βασιλιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.