κρατίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρατίδιο τα κρατίδια
      γενική του κρατίδιου
& κρατιδίου
των κρατίδιων
& κρατιδίων
    αιτιατική το κρατίδιο τα κρατίδια
     κλητική κρατίδιο κρατίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρατίδιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρατίδιο ουδέτερο

  • μικρό κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.