total

Αγγλικά (en)

Επίθετο

total (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  1. συνολικός, ολικός, μετριέται το ποσό μετά από όλους ή όλα
    the total bill - ο συνολικός λογαριασμός
    the total amount/profit - το συνολικό ποσό/κέρδος
    The total number of victims amounts to several thousand.
    Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες.
    the total length/cost - το ολικό μήκος/κόστος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη entire
  2. καθαρός, σκέτος, τέλειος, πλήρης, χρησιμοποιείται όταν τονίζω κάτι, για να σημαίνει «στο μέγιστο δυνατό βαθμό»
    This is the total truth.
    Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
    What he did is total stupidity/craziness/fraud.
    Αυτό που έκανε είναι καθαρή βλακεία/τρέλα/απάτη.
    He was saved by total luck.
    Σώθηκε από καθαρή τύχη.
    The food was a total failure.
    Το φαγητό ήταν μια σκέτη αποτυχία.
    He is a total rascal.
    Είναι τέλειος παλιάνθρωπος.
    a total success/failure - πλήρης επιτυχία/αποτυχία
    There is a total difference of opinion.
    Υπάρχει πλήρης διάσταση απόψεων.
    I am in total ignorance.
    Βρίσκομαι σε πλήρη άγνοια.
     συνώνυμα:  absolute, complete, downright, outright, out-and-out, perfect, pure, regular, sheer, thorough, unadulterated, unfettered και utter
  3. ολοκληρωτικός, μια συνολική και ενιαία προσπάθεια ειδικά για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος
    total war - ολοκληρωτικός πόλεμος

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας total
γ΄ ενικό ενεστώτα totals
αόριστος totaled (ΗΠΑ), totalled (ΗΒ)
παθητική μετοχή totaled (ΗΠΑ), totalled (ΗΒ)
ενεργητική μετοχή totaling (ΗΠΑ), totalling (ΗΒ)

total (en)

  • ανέρχομαι σε, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σύνολο
    His debts total 500 euros.
    Τα χρέη του ανέρχονται σε 500 ευρώ.
    The event’s visitors totaled 50,000 in all.
    Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό total totaux
θηλυκό totale totales

total (fr)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
total totaux

total (fr)



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

total (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.