σκέτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκέτος | η | σκέτη | το | σκέτο |
| γενική | του | σκέτου | της | σκέτης | του | σκέτου |
| αιτιατική | τον | σκέτο | τη | σκέτη | το | σκέτο |
| κλητική | σκέτε | σκέτη | σκέτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκέτοι | οι | σκέτες | τα | σκέτα |
| γενική | των | σκέτων | των | σκέτων | των | σκέτων |
| αιτιατική | τους | σκέτους | τις | σκέτες | τα | σκέτα |
| κλητική | σκέτοι | σκέτες | σκέτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκέτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική schietto + -ς < γερμανική sliht < πρωτογερμανική *slihtaz < *slīkaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleyg- / *sleyǵ- (εξομαλύνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsce.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐τος
Επίθετο
σκέτος, -η, -ο
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- νέτος σκέτος: (λαϊκότροπο) χωρίς χρήματα ή προμήθειες
- νέτα σκέτα: (λαϊκότροπο) ξεκάθαρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.