pure
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | pure |
| συγκριτικός | purer / more pure |
| υπερθετικός | purest / most pure |
Επίθετο
pure (en)
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, που δεν ανακατεύεται με τίποτα άλλο· χωρίς τίποτα να προστεθεί
- ↪ pure gold - καθαρός χρυσός
- καθαρός, που δεν περιέχει επιζήμιες ουσίες
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός και τέλειος
- καθαρός, πολυ σαφές χωρίς καμία ατέλεια
- καθαρός, αγνός, άμεμπτος ως προς την ηθική
- ↪ pure thoughts - καθαρές/αγνές σκέψεις
- ↪ pure intentions - αγνές προθέσεις
- ↪ pure love/friendship - αγνή αγάπη/φιλία
- ↪ pure excitement - αγνός ενθουσιασμός
- ↪ pure in the body and mind - καθαρός στο σώμα και στο πνεύμα
- ↪ Blessed are the pure at heart.
- Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία.
- ≠ αντώνυμα: impure
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, που δεν αποσκοπεί σε πρακτικές εφαρμογές
- ↪ It’s pure research/theory.
- Είναι καθαρή έρευνα/θεωρία.
- ↪ pure mathematics - καθαρά μαθηματικά
- ↪ It’s pure research/theory.
Εκφράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.