ανέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνέρχομαι < ἀν- (ἀνά) + ἔρχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + έρχομαι
για το χρηματικό ποσό < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική s'élever[1]

Ρήμα

ανέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ανεβαίνω
     αντώνυμα: κατέρχομαι
  2. (μεταφορικά) αυξάνομαι, ανεβαίνω, φτάνω κάπου ψηλά
    Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας μας ανήλθε στο ύψος του 12,7% και αποτελεί το δεύτερο χειρότερο όχι απλά στην Ευρωζώνη, αλλά σε ολόκληρη την Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών (...). Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Ανήλθε στο πρωτοφανές για την Ευρώπη, κυριολεκτικά εξωφρενικό ποσοστό του 175,1% του ΑΕΠ μας! (*)
  3. εξελίσσομαι, προοδεύω, φτάνω σε ανώτερες βαθμίδες
    Γεννημένη στη Σενεγάλη η 33χρονη μαύρη πολιτικός θεωρείται ανερχόμενος αστέρας στο γαλλικό πολιτικό στερέωμα. (*)
  4. (για χρηματικό ποσό) είναι του ύψους, φθάνει στο ύψος ποσού

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη έρχομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.