sheer

Αγγλικά (en)

Επίθετο

sheer (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, χρησιμοποιείται για να τονίσει το μέγεθος, τον βαθμό ή την ποσότητα κάτι
    He was saved by sheer luck.
    Σώθηκε από καθαρή τύχη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη total

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.