utter

Αγγλικά (en)

Επίθετο

utter (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, σκέτος, χρησιμοποιείται για να τονίσει πώς είναι κάτι
    He was saved by utter luck.
    Σώθηκε από καθαρή τύχη.
    The food was an utter failure.
    Το φαγητό ήταν μια σκέτη αποτυχία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη total

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας utter
γ΄ ενικό ενεστώτα utters
αόριστος uttered
παθητική μετοχή uttered
ενεργητική μετοχή uttering

utter (en)

  • (επίσημο) λέω, προφέρω, εκφέρω, διατυπώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
    The last words she uttered
    Οι τελευταίες λέξεις που είπε
    He did not utter a word all evening.
    Δεν πρόφερε λέξη όλο το βράδυ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tell

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.