ολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολικός η ολική το ολικό
      γενική του ολικού της ολικής του ολικού
    αιτιατική τον ολικό την ολική το ολικό
     κλητική ολικέ ολική ολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολικοί οι ολικές τα ολικά
      γενική των ολικών των ολικών των ολικών
    αιτιατική τους ολικούς τις ολικές τα ολικά
     κλητική ολικοί ολικές ολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολικός < αρχαία ελληνική ὁλικός < ὅλος

Επίθετο

ολικός

ολικός αποκλεισμός
ολικός αρνητής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.