complete
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | complete |
| συγκριτικός | more complete |
| υπερθετικός | most complete |
complete (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ολοκληρωμένος, τελειωμένος
- ↪ My report isn’t complete yet.
- Η έκθεσή μου δεν έχει ολοκληρωθεί/τελειώσει ακόμα.
- ↪ My report isn’t complete yet.
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) πλήρης, τέλειος, σκέτος, χρησιμοποιείται όταν τονίζω κάτι, για να σημαίνει "στο μέγιστο δυνατό βαθμό"
- (μαθηματικά) πλήρης
Παράγωγα
Ρήμα
| ενεστώτας | complete |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | completes |
| αόριστος | completed |
| παθητική μετοχή | completed |
| ενεργητική μετοχή | completing |
complete (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.