absolute
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | absolute |
| συγκριτικός | more absolute |
| υπερθετικός | most absolute |
Επίθετο
absolute (en)
- απόλυτος, πλήρης
- ↪ absolute order/quiet/discipline/trust - απόλυτη τάξη/ησυχία/πειθαρχία/εμπιστοσύνη
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, χρησιμοποιείται, ειδικά στα προφορικά αγγλικά, για να δώσει έμφαση σε αυτά που λέω
- απόλυτος, οριστικό και χωρίς καμία αμφιβολία
- ↪ Young people are absolute in what they believe.
- Οι νέοι είναι απόλυτοι σ΄ αυτά που πιστεύουν.
- ↪ Don’t be so absolute in your criticisms.
- Μην είσαι τόσο απόλυτος στις κρίσεις σου.
- ↪ Young people are absolute in what they believe.
- απόλυτος, που δεν περιορίζεται με κανέναν τρόπο
- ↪ absolute power/monarchy - απόλυτη εξουσία/μοναρχία
- απόλυτος, που υπάρχει ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με κάτι άλλο
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.