absolute

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός absolute
συγκριτικός more absolute
υπερθετικός most absolute

Επίθετο

absolute (en)

  1. απόλυτος, πλήρης
    absolute order/quiet/discipline/trust - απόλυτη τάξη/ησυχία/πειθαρχία/εμπιστοσύνη
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, χρησιμοποιείται, ειδικά στα προφορικά αγγλικά, για να δώσει έμφαση σε αυτά που λέω
    What he did is absolute stupidity/craziness/fraud.
    Αυτό που έκανε είναι καθαρή βλακεία/τρέλα/απάτη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη total
  3. απόλυτος, οριστικό και χωρίς καμία αμφιβολία
    Young people are absolute in what they believe.
    Οι νέοι είναι απόλυτοι σ΄ αυτά που πιστεύουν.
    Don’t be so absolute in your criticisms.
    Μην είσαι τόσο απόλυτος στις κρίσεις σου.
  4. απόλυτος, που δεν περιορίζεται με κανέναν τρόπο
    absolute power/monarchy - απόλυτη εξουσία/μοναρχία
  5. απόλυτος, που υπάρχει ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με κάτι άλλο
    an absolute increase/decrease - απόλυτη αύξηση/μείωση
     αντώνυμα: relative

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές



Ίντο (io)

Επίρρημα

absolute (io)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.