standard
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- standard < (κληρονομημένο) μέση αγγλική standard < παλαιά γαλλική estandart (τόπος συνάθροισης) < φραγκική *standahard → δείτε τις λέξεις stand και hard [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstændəɹd/ & /ˈsteəndɚd/
- ⓘ
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | standard |
| συγκριτικός | more standard |
| υπερθετικός | most standard |
standard (en)
- τυπικός, τυποποιημένος, συνηθισμένο ή κανονικό αντί να έχει ιδιαίτερα ή ασυνήθιστα χαρακτηριστικά
- κανονικός, στάνταρ, για ένα μέγεθος ή μέτρο, που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο, για παράδειγμα, από μια βιομηχανία
- ↪ standard measures and weights - κανονικά μετρά και σταθμά
- ↪ a standard size - κανονικό μέγεθος
- ↪ the standard prices of goods - οι στάνταρ τιμές προϊόντων
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθιερωμένος, για ένα βιβλίο ή συγγραφέα που διαβάζεται από τους περισσότερους ανθρώπους που μελετούν ένα συγκεκριμένο θέμα
- ↪ standard authors - καθιερωμένοι συγγραφείς
- ↪ standard dictionaries - καθιερωμένα λεξικά
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινά αποδεκτός, για την ορθογραφία, την προφορά, τη γραμματική κτλ. μιας γλώσσας που πιστεύεται ότι είναι σωστή και χρησιμοποιείται από τους περισσότερους ανθρώπους
- ↪ standard English/pronunciation - κοινά αποδεκτή αγγλική γλώσσα/προφορά
Αντώνυμα
- nonstandard, non-standard
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| standard | standards |
standard (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πρότυπο, ο βαθμός, το υπόδειγμα, το μέτρο, ο καθιερωμένος, ένα επίπεδο ποιότητας, ειδικά το οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι αποδεκτό
- ↪ leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
- ↪ The foundation of the bridge was made according to internal standards.
- Η θεμελίωση της γέφυρας έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
- ↪ We reached a high standard of efficiency.
- Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
- ↪ It’s a standard of industry.
- Είναι υπόδειγμα επιμέλειας.
- ↪ I am setting a high standard for somebody.
- Βάζω υψηλό μέτρο για κάποιον.
- ↪ HTML is the standard markup language for web pages.
- Η HTML είναι η καθιερωμένη γλώσσα σήμανσης για ιστοσελίδες.
- (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) τα στάνταρ, ένα επίπεδο ποιότητας που είναι φυσιολογικό ή αποδεκτό για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ He has very high standards.
- Έχει πολύ ψηλά στάνταρ.
- ↪ devices manufactured according to German standards - συσκευές κατασκευασμένες σύμφωνα με τα γερμανικά στάνταρ
- ↪ He has very high standards.
- (μόνο πληθυντικός) τα μέτρα, ένα επίπεδο συμπεριφοράς που κάποιος θεωρεί ότι είναι ηθικά αποδεκτό
- ↪ I conform to the standards of society.
- Συμμορφώνομαι με τα μέτρα της κοινωνίας.
- ↪ I conform to the standards of society.
- (μετρήσιμο) το μέτρο, η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται επίσημα
- ↪ I judge everyone by the same standard.
- Κρίνω όλους με το ίδιο μέτρο.
- ↪ Judging by that standard…
- Αν κρίνουμε μ' αυτό το μέτρο…
- ↪ I judge everyone by the same standard.
- (μετρήσιμο) η σημαία που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια επίσημων τελετών, ειδικά σημαία που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη στρατιωτική ομάδα
Πολυλεκτικοί όροι
-
standard στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- standard - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές
- standard (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- standard (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 154, 548-549, 786. ISBN 9780194325684., λήμμα: βαθμός, μέτρο, σημαία
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
- niestandardowość
- standardowość
- standardowy
- standaryzacja
- standaryzacyjny
- standaryzować
Ρουμανικά (ro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.