καθιερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθιερωμένος | η | καθιερωμένη | το | καθιερωμένο |
| γενική | του | καθιερωμένου | της | καθιερωμένης | του | καθιερωμένου |
| αιτιατική | τον | καθιερωμένο | την | καθιερωμένη | το | καθιερωμένο |
| κλητική | καθιερωμένε | καθιερωμένη | καθιερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθιερωμένοι | οι | καθιερωμένες | τα | καθιερωμένα |
| γενική | των | καθιερωμένων | των | καθιερωμένων | των | καθιερωμένων |
| αιτιατική | τους | καθιερωμένους | τις | καθιερωμένες | τα | καθιερωμένα |
| κλητική | καθιερωμένοι | καθιερωμένες | καθιερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθιερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθιερώνω, καθιερώνομαι
Μετοχή
καθιερωμένος, -η, -ο
- που έχει καθιερωθεί, που είναι συνήθεια να γίνεται σε, συνήθως, επίσημες περιστάσεις
- ο καθιερωμένος εορτασμός της 25ης Μαρτίου
- η καθιερωμένη τελετή
- ακολούθησαν το καθιερωμένο τυπικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.