υπόδειγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόδειγμα τα υποδείγματα
      γενική του υποδείγματος των υποδειγμάτων
    αιτιατική το υπόδειγμα τα υποδείγματα
     κλητική υπόδειγμα υποδείγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόδειγμα < αρχαία ελληνική ὑπόδειγμα < ὑποδείκνυμι < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-

Ουσιαστικό

υπόδειγμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.