τυποποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυποποιημένος η τυποποιημένη το τυποποιημένο
      γενική του τυποποιημένου της τυποποιημένης του τυποποιημένου
    αιτιατική τον τυποποιημένο την τυποποιημένη το τυποποιημένο
     κλητική τυποποιημένε τυποποιημένη τυποποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυποποιημένοι οι τυποποιημένες τα τυποποιημένα
      γενική των τυποποιημένων των τυποποιημένων των τυποποιημένων
    αιτιατική τους τυποποιημένους τις τυποποιημένες τα τυποποιημένα
     κλητική τυποποιημένοι τυποποιημένες τυποποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυποποιημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

τυποποιημένος

  1. που έχει τυποποιηθεί
  2. ο στιλιζαρισμένος
  3. ο συμβατικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.