προσδιοριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσδιοριστής οι προσδιοριστές
      γενική του προσδιοριστή των προσδιοριστών
    αιτιατική τον προσδιοριστή τους προσδιοριστές
     κλητική προσδιοριστή προσδιοριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσδιοριστής (νεολογισμός) < (προσδιορίζω), προσδιορισ- + -τής

Ουσιαστικό

προσδιοριστής αρσενικό

  1. (ιατρική) το χαρακτηριστικό (συγγενές, περιβαλλοντικό, συμπεριφοράς) των ατόμων από το οποίο εξαρτάται, συναρτάται ή σχετίζεται η συχνότητα εμφάνισης μιας έκβασης (εμφάνισης μιας πάθησης ή του θανάτου)
  2. (γλωσσολογία, γραμματική, ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο) λέξη (ως είδος μέρους λόγου), πρόθημα, ή φράση που τροποποιεί ένα ουσιαστικό για να προσδιορίσει το είδος της αναφοράς του
    χρειάζεται παράθεμα
     δείτε  determiner στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προσδιορίζω, ορίζω και όρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.