determiner

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
determiner determiners

Ουσιαστικό

determiner (en)

  1. προσδιορισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος determine
  2. (γλωσσολογία, γραμματική)
    1. προσδιορισμός
    2. (ειδικότερα) προσδιοριστής (ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο)

Υπώνυμα

για τη γραμματική, προσδιοριστές, determiners για την αγγλική γλώσσα:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.