-ών
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | -ών | οἱ | -ῶνες |
| γενική | τοῦ | -ῶνος | τῶν | -ώνων |
| δοτική | τῷ | -ῶνῐ | τοῖς | -ῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | -ῶνᾰ | τοὺς | -ῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | -ών | -ῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | -ών | οἱ | -όνες |
| γενική | τοῦ | -όνος | τῶν | -όνων |
| δοτική | τῷ | -όνῐ | τοῖς | -όσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | -όνᾰ | τοὺς | -όνᾰς |
| κλητική ὦ! | -ών | -όνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -όνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -όνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *-on- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Για θηλυκά που λήγουν σε -ώ, δείτε -δών
- Απόγονοι > ⇒ νέα ελληνικά: -ώνας
Επίθημα
-ών, εκτεταμένο: -εών & -ων
- παραγωγική κατάληξη / επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει
- τοπωνύμια, χώρους του σπιτιού ή φυτεμένους τόπους
- ἀνήρ > ὁ ἀνδρών, τοῦ ἀνδρῶνος (ανδρωνίτης, ανδρικά διαμερίσματα)
- ἐλαία > ὁ ἐλαιών, τοῦ ἐλαιῶνος
- (ανατομία) μέρος του σώματος [1]
- ονόματα μηνών [2][3]
- Σκιροφόρια > Σκιρφοριών, Ἀνθεστήρια > Ἀνθεστηριών
- τοπωνύμια, χώρους του σπιτιού ή φυτεμένους τόπους
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ών στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ών @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- -εών (εκτεταμένη βαθμίδα)
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -εών στο Βικιλεξικό
- -ων, γενική -ονος
- -ῶν, -ῶσᾰ, -ῶν
- -ῶν, -οῦσᾰ, -οῦν
Αναφορές
- s.v. «σαγόνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- §861,20 - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company
- -ών - Chantraine, Pierre (1933), La formation des noms en grec ancien, Collection Linguistique, vol.38, Paris 1968.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.