σιαγών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐᾱγων-, σῐᾱγον-
ονομαστική σιαγών αἱ σιαγόνες
      γενική τῆς σιαγόνος τῶν σιαγόνων
      δοτική τῇ σιαγόν ταῖς σιαγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σιαγόν τὰς σιαγόνᾰς
     κλητική ! σιαγών σιαγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιαγόνε
γεν-δοτ τοῖν  σιαγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιαγών < + -ών λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σιαγών, -όνος θηλυκό

  • (ανατομία) η σιαγόνα, είτε η άνω είτε η κάτω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.