ἀνδρών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνδρών | οἱ | ἀνδρῶνες |
| γενική | τοῦ | ἀνδρῶνος | τῶν | ἀνδρώνων |
| δοτική | τῷ | ἀνδρῶνῐ | τοῖς | ἀνδρῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἀνδρῶνᾰ | τοὺς | ἀνδρῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀνδρών | ἀνδρῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνδρῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνδρώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- γυναικεῖον
- νυμφών
Πηγές
- ἀνδρών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδρών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.