-εών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -εών οἱ -εῶνες
      γενική τοῦ -εῶνος τῶν -εώνων
      δοτική τῷ -εῶν τοῖς -εῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -εῶν τοὺς -εῶνᾰς
     κλητική ! -εών -εῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -εῶνε
γεν-δοτ τοῖν  -εώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-εών < εκτεταμένη μορφή του -ών
> νέα ελληνικά -εώνας, -ιώνας

Επίθημα

-εών αρσενικό

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -εών στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -εών @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.