ανδρωνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανδρωνίτης | οι | ανδρωνίτες |
| γενική | του | ανδρωνίτη | των | ανδρωνιτών |
| αιτιατική | τον | ανδρωνίτη | τους | ανδρωνίτες |
| κλητική | ανδρωνίτη | ανδρωνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδρωνίτης < αρχαία ελληνική ἀνδρωνῖτις < ἀνδρών < ἀνήρ
Ουσιαστικό
ανδρωνίτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) (λαογραφία) διαμερίσματα ή χώροι που χρησιμοποιούνται κυρίως από άνδρες
- ο χωριστός για τους άνδρες χώρος σε διάφορους πολιτισμούς και σήμερα
Αντώνυμα
- γυναικωνίτης
- (χαρεμλίκι)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άνδρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.