Ἀνθεστηριών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀνθεστηριών οἱ Ἀνθεστηριῶνες
      γενική τοῦ Ἀνθεστηριῶνος τῶν Ἀνθεστηριώνων
      δοτική τῷ Ἀνθεστηριῶν τοῖς Ἀνθεστηριῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀνθεστηριῶν τοὺς Ἀνθεστηριῶνᾰς
     κλητική ! Ἀνθεστηριών Ἀνθεστηριῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνθεστηριῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνθεστηριώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀνθεστηριών < Ἀνθεστήρι(α) + -ών <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < (ἄνθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂endʰos)

Κύριο όνομα

Ἀνθεστηριών, -ῶνος αρσενικό

Μήνες του αττικού ημερολογίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.