Ἀνθεστηριών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀνθεστηριών | οἱ | Ἀνθεστηριῶνες |
| γενική | τοῦ | Ἀνθεστηριῶνος | τῶν | Ἀνθεστηριώνων |
| δοτική | τῷ | Ἀνθεστηριῶνῐ | τοῖς | Ἀνθεστηριῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἀνθεστηριῶνᾰ | τοὺς | Ἀνθεστηριῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | Ἀνθεστηριών | Ἀνθεστηριῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀνθεστηριῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀνθεστηριώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀνθεστηριών < Ἀνθεστήρι(α) + -ών < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; < (ἄνθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂endʰos)
Μήνες του αττικού ημερολογίου
Πηγές
- Ἀνθεστηριών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀνθεστηριών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.