Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

-ώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ῶ, συνηρημένη κατάληξη ρημάτων σε -άω ή -έω ή -όω

Επίθημα

-ώ  δείτε και το άτονο 

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η -ώ
      γενική της -ώς
& -ούς
    αιτιατική τη(ν) -ώ
     κλητική -ώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η -ώ
      γενική της -ώς
    αιτιατική τη(ν) -ώ
     κλητική -ώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-ώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική

Επίθημα

-ώ θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -ώ
      γενική τῆς -οῦς
      δοτική τῇ -οῖ
    αιτιατική τὴν -ώ
     κλητική ! -οῖ
Πολλά θηλυκά, με γενική ενικός -όος & -οῦς, όπως φειδώ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

-ώ < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ώ θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.