τοπωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τοπωνύμιο | τα | τοπωνύμια |
| γενική | του | τοπωνυμίου & τοπωνύμιου |
των | τοπωνυμίων |
| αιτιατική | το | τοπωνύμιο | τα | τοπωνύμια |
| κλητική | τοπωνύμιο | τοπωνύμια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπωνύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toponymie[1] < αρχαία ελληνική τόπος, τοπ- + -ωνύμιο[2] (< ὄνυμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.poˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πω‐νύ‐μι‐ο
Ουσιαστικό
τοπωνύμιο ουδέτερο
Συγγενικά
- μακροτοπωνύμιο
- μικροτοπωνύμιο
- τοπωνυμικός
- → δείτε τις λέξεις τόπος, όνομα και -ωνύμιο
είδη τοπωνυμίων για όνομα τόπου που πήρε το όνομά του:
- αγιωνύμιο: από ναό
- ακτωνύμιο: από ακτή
- δασωνύμιο: από δάσος
- δενδρωνύμιο: από δέντρο
- εδαφωνύμιο: από μορφή εδάφους
- εκκλησιωνύμιο
- ζωωνύμιο: από ζώο
- ναωνύμιο: από ναό
- οικωνύμιο: από όνομα κατοικημένης περιοχής
- ορεωνύμιο / ορωνύμιο: από βουνό (όρος)
- υδρωνύμιο: από λίμνη, ποτάμι
- φυτωνύμιο: από φυτό
Δείτε και τα ανθρωπωνύμια.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- τοπωνύμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.