χόρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόρτο τα χόρτα
      γενική του χόρτου των χόρτων
    αιτιατική το χόρτο τα χόρτα
     κλητική χόρτο χόρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόρτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χόρτον < αρχαία ελληνική χόρτος [1]

Ουσιαστικό

χόρτο ουδέτερο

  • βλάστηση άσημη, χωρίς καρπούς, με λεπτό μίσχο και μικρά φυλλαράκια
      Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙ ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο (Γιώρτος Σεφέρης, Ο τελευταίος σταθμός)
  • (οικείο) το χασίσι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χορταίνω < αρχαία ελληνική χόρτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.