χόρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χόρτο | τα | χόρτα |
| γενική | του | χόρτου | των | χόρτων |
| αιτιατική | το | χόρτο | τα | χόρτα |
| κλητική | χόρτο | χόρτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- χόρτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χόρτον < αρχαία ελληνική χόρτος [1]
Ουσιαστικό
χόρτο ουδέτερο
- βλάστηση άσημη, χωρίς καρπούς, με λεπτό μίσχο και μικρά φυλλαράκια
- ※ Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙ ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο (Γιώρτος Σεφέρης, Ο τελευταίος σταθμός)
- (οικείο) το χασίσι
Συγγενικά
- χορτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χορτο- στο Βικιλεξικό
- -χορτο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χορτο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -χορτο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- αγριόχορτο
- αξεχορτάριαστος
- ξεχορταριάζω
- ξεχορτάριασμα
- χορταρένιος
- χορτάρι
- χορταριάζω
- χορτάριασμα
- χορταρικό
- χόρτινος
→ και δείτε τη λέξη χορταίνω < αρχαία ελληνική χόρτος
Μεταφράσεις
χόρτο
- χόρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.