χόρτον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

χόρτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χόρτος (αρχαία ελληνικά) με μεταπλασμό σε ουδέτερα κατά το φυτόν, λάχανον [1]

Ουσιαστικό

χόρτον ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.