χόρτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη χόρτο

Ουσιαστικό

χόρτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. γενική ονομασία διαφόρων ειδών φαγώσιμων χορταρικών
    στα χόρτα βάζουμε πάντα αλάτι, λάδι και λεμόνι λίγο πριν τα σερβίρουμε
  2. μερίδα μαγειρεμένων χόρτων(1)
    πιάσε ένα γαύρο και μια χόρτα
  3. μέρος, τοποθεσία καλυμμένη με χόρτο
    παίζαμε στα χόρτα και με τσίμπησε μια τσουκνίδα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χόρτα

ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χόρτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.