χορταρένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορταρένιος η χορταρένια το χορταρένιο
      γενική του χορταρένιου της χορταρένιας του χορταρένιου
    αιτιατική τον χορταρένιο τη χορταρένια το χορταρένιο
     κλητική χορταρένιε χορταρένια χορταρένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορταρένιοι οι χορταρένιες τα χορταρένια
      γενική των χορταρένιων των χορταρένιων των χορταρένιων
    αιτιατική τους χορταρένιους τις χορταρένιες τα χορταρένια
     κλητική χορταρένιοι χορταρένιες χορταρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χορταρένιος < χορτάρ(ι) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /xoɾ.taˈɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χορταρένιος

Επίθετο

χορταρένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.