χόρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χόρτος | οι | χόρτοι |
| γενική | του | χόρτου | των | χόρτων |
| αιτιατική | τον | χόρτο | τους | χόρτους |
| κλητική | χόρτε | χόρτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χόρτος < αρχαία ελληνική χόρτος
Μεταφράσεις
χόρτος
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χόρτος αρσενικό
- περίκλειστος χώρος, ιδίως για εκτροφή ζώων
- (γενικότερα) κάθε χώρος όπου τρέφεται ένα ζώο
- φυτό με το οποίο τρέφονται τα ζώα, χόρτο, χορτάρι
- (γενικότερα) τροφή
Συγγενικά
- χορτάζω
- χορταῖος
- χόρτασμα
- χορτίον
- χορτόσπερμον
- χορτώδης
- χορτοφάγος
Παροιμίες
- ((ελληνιστική κοινή)) χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος (μετάφραση του λατινικού foenum habet in cornu, για μαινόμενο ταύρο)
Πηγές
- χόρτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χόρτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.