χόρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χόρτος οι χόρτοι
      γενική του χόρτου των χόρτων
    αιτιατική τον χόρτο τους χόρτους
     κλητική χόρτε χόρτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόρτος < αρχαία ελληνική χόρτος

Ουσιαστικό

χόρτος αρσενικό

  1. περιοχή κατάλληλη και για βοσκή
  2. χορτάρι για τροφή ζώων

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χόρτος < πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα *gher, ομόρριζο με το σανσκριτικό हरति (hárati), λατινικό hortus, αρχαίο αγγλικό geard (σύγχρονο αγγλικό yard), ρωσικό город

Ουσιαστικό

χόρτος αρσενικό

  1. περίκλειστος χώρος, ιδίως για εκτροφή ζώων
  2. (γενικότερα) κάθε χώρος όπου τρέφεται ένα ζώο
  3. φυτό με το οποίο τρέφονται τα ζώα, χόρτο, χορτάρι
  4. (γενικότερα) τροφή

Συγγενικά

Παροιμίες

  • ((ελληνιστική κοινή)) χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος (μετάφραση του λατινικού foenum habet in cornu, για μαινόμενο ταύρο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.