χορτάριασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χορτάριασμα | τα | χορταριάσματα |
| γενική | του | χορταριάσματος | των | χορταριασμάτων |
| αιτιατική | το | χορτάριασμα | τα | χορταριάσματα |
| κλητική | χορτάριασμα | χορταριάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χορτάριασμα < χορταριάζω
Ουσιαστικό
χορτάριασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του χορταριάζω, το να αρχίσουν να αναπτύσσονται σε ένα κήπο, έκταση ή σε οικήματα αυτοφυή χόρτα επειδή τα έχουν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χορτάριασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.