χορταρικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χορταρικό τα χορταρικά
      γενική του χορταρικού των χορταρικών
    αιτιατική το χορταρικό τα χορταρικά
     κλητική χορταρικό χορταρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορταρικό < από το χόρτο σε αντιδιαστολή προς το λαχανικό

Ουσιαστικό

χορταρικό ουδέτερο

  • που μοιάζει με χόρτο, με χορτάρι αλλά δεν είναι, το λαχανικό, το είδος του χόρτου που καταναλώνει ο άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.