grass
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- grass < μέση αγγλική gras, gres, gers < αγγλοσαξονικά græs, gærs < πρωτογερμανική *grasą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreH₁- / *ǵʰreh₁- (αναπτύσσομαι, μεγαλώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɹɑːs/
Ουσιαστικό
grass (en)
- γρασίδι, χλοοτάπητας
- (κατ’ επέκταση) η εποχή που βγαίνει φρέσκο γρασίδι, η άνοιξη
- (μεταφορικά) (ποιητικός τύπος) κάτι το εφήμερο, το παροδικό
- (αργκό) μαριχουάνα
- (αργκό) πληροφοριοδότης, χαφιές, σπιούνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.