grass

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

grass < μέση αγγλική gras, gres, gers < αγγλοσαξονικά græs, gærs < πρωτογερμανική *grasą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreH₁- / *ǵʰreh₁- (αναπτύσσομαι, μεγαλώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɹɑːs/

Ουσιαστικό

grass (en)

  1. γρασίδι, χλοοτάπητας
  2. (κατ’ επέκταση) η εποχή που βγαίνει φρέσκο γρασίδι, η άνοιξη
  3. (μεταφορικά) (ποιητικός τύπος) κάτι το εφήμερο, το παροδικό
  4. (αργκό) μαριχουάνα
  5. (αργκό) πληροφοριοδότης, χαφιές, σπιούνος

Ρήμα

grass (en)

  1. καλύπτω με γρασίδι
  2. αφήνω κάτι πάνω σε γρασίδι
  3. (αργκό) καταδίδω, καρφώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.