φύλαξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φύλαξ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φύλαξ

Ουσιαστικό

φύλαξ αρσενικό ή και θηλυκό σε μεταφορικές σημασίες

  • φύλακας, φρουρός, προστάτης
      10ος αιώνας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Διήγησις ἀπὸ διαφόρων ἀθροισθεῖσα ἱστοριῶν, περὶ τῆς πρὸς Αὔγαρον ἀποσταλείσης ἀχειροποιήτου θείας εἰκόνος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Καὶ ὡς Ἐδέσσης μετεκομίσθη πρὸς τὴν πανευδαίμονα ταύτην καὶ βασιλίδα τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολιν. [Constantini Porphyrogeniti, Narratio de imagine Edessena
    [γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή] - ως θηλυκό - ΚΑ΄§445
    Οἱ δὲ τῆς Ἐδέσσης, μὴ λυσιτελεῖν αὐτοῖς ἔλεγον τὴν φύλακα καὶ φρουρὸν τῆς οἰκείας πόλεως[την εικόνα] ἀργυρίου καὶ θνητῶν ἀνθρώπων ἀλλάξασθαι

Κλιτικοί τύποι

  • φύλακος
  • & φύλακας συχνότερα ως δεύτερο συνθετικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκ-
ονομαστική / φύλαξ οἱ/αἱ φύλακες
      γενική τοῦ/τῆς φύλακος τῶν φυλάκων
      δοτική τῷ/τῇ φύλακ τοῖς/ταῖς φύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φύλακ τοὺς/τὰς φύλακᾰς
     κλητική ! φύλαξ φύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύλακε
γεν-δοτ τοῖν  φυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύλαξ < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν προελληνικής αρχής.[1] Ήδη μυκηναϊκή 𐀢𐀨𐀒 (pu-ra-ko), ημιτελές κύριο όνομα *Φυλακο-. Η κατάληξη -αξ δεν έχει εξηγηθεί. Δεν τεκμηριώνονται προτάσεις όπως σύνδεση με: πύλη, φωλεός, πυνθάνομαι ούτε με τη λατινική bubulcus (βουκόλος).[2] Από εδώ, και το ρήμα φυλάσσω < *φυλακ-jω.

Ουσιαστικό

φύλαξ αρσενικό ή θηλυκό & μεταγενέστρα θηλυκά φυλακίς, φυλάκισσα

  1. (επάγγελμα) φρουρός
  2. φύλακας, που προστατεύει

  • ποιητικός τύπος: φυλακτήρ
  • φύλακος (αρσενικό)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
φυλακ-, φυλαξ-, φυλαγ-, φυλασσ- 

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. φύλακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.