προφύλαγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προφύλαγμα | τα | προφυλάγματα |
| γενική | του | προφυλάγματος | των | προφυλαγμάτων |
| αιτιατική | το | προφύλαγμα | τα | προφυλάγματα |
| κλητική | προφύλαγμα | προφυλάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προφύλαγμα < προφυλάσσω + -μα[1]
Μεταφράσεις
προφύλαγμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- προφύλαγμα < αρχαία ελληνική προφυλάσσω + -μα
Πηγές
- προφύλαγμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- προφύλαγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.