φυλακεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φῠλᾰκειο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | φυλακεῖον | τὰ | φυλακεῖᾰ | |
| γενική | τοῦ | φυλακείου | τῶν | φυλακείων | |
| δοτική | τῷ | φυλακείῳ | τοῖς | φυλακείοις | |
| αιτιατική | τὸ | φυλακεῖον | τὰ | φυλακεῖᾰ | |
| κλητική ὦ! | φυλακεῖον | φυλακεῖᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλακείω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φυλακείοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
φυλακεῖον
- το μέρος απ' όπου γινόταν η επιτήρηση, η φύλαξη, το φυλάκιο
- (ελληνιστική σημασία) ομάδα τεσσάρων φρουρών ιδίως στη μορφή φυλάκια (πληθυντικός)
- φυλάκειον
Συνώνυμα
- φυλάκιον
- φυλακή (σ' αυτή τη σημασία)
Πηγές
- φυλακεῖον, φυλάκειον, φυλάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.