φυλακίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυλακίς αἱ φυλακίδες
      γενική τῆς φυλακίδος τῶν φυλακίδων
      δοτική τῇ φυλακίδ ταῖς φυλακίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φυλακίδ τὰς φυλακίδᾰς
     κλητική ! φυλακίς* φυλακίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλακίδε
γεν-δοτ τοῖν  φυλακίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλακίς < (φύλαξ) θέμα φυλακ- + -ις

Ουσιαστικό

φυλακίς θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.