φυλακτήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φυλακτήριον τὰ φυλακτήρι
      γενική τοῦ φυλακτηρίου τῶν φυλακτηρίων
      δοτική τῷ φυλακτηρί τοῖς φυλακτηρίοις
    αιτιατική τὸ φυλακτήριον τὰ φυλακτήρι
     κλητική ! φυλακτήριον φυλακτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλακτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  φυλακτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλακτήριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φυλακτήριον ουδέτερο

  1. φρούριο, κάστρο
  2. μέσο διατήρησης ασφάλειας
  3. φυλαχτό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.