παραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραγωγικός | η | παραγωγική | το | παραγωγικό |
| γενική | του | παραγωγικού | της | παραγωγικής | του | παραγωγικού |
| αιτιατική | τον | παραγωγικό | την | παραγωγική | το | παραγωγικό |
| κλητική | παραγωγικέ | παραγωγική | παραγωγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραγωγικοί | οι | παραγωγικές | τα | παραγωγικά |
| γενική | των | παραγωγικών | των | παραγωγικών | των | παραγωγικών |
| αιτιατική | τους | παραγωγικούς | τις | παραγωγικές | τα | παραγωγικά |
| κλητική | παραγωγικοί | παραγωγικές | παραγωγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραγωγικός (μαρτυρείται από το 1836) [1] < παραγωγ(ή) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική productif [2][3]
- για τη σημασία στη λογική < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déductif
- για τη σημασία στη γραμματική) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική derivational
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐γω‐γι‐κός
Επίθετο
παραγωγικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την παραγωγή
- αυτός του οποίου η παραγωγή έχει απόδοση
- δημιουργικός
- (λογική) συλλογισμός που ξεκινάει από το γενικό και καταλήγει στο μερικό, σε λεπτομέρειες.
- ≠ αντώνυμα: επαγωγικός
- → δείτε και τη λέξη υποθετικοπαραγωγικός
- (γραμματική, γλωσσολογία) που χρησιμοποιείται στην παραγωγή νέων λέξεων
- ↪ παραγωγικό επίθημα
Πολυλεκτικοί όροι
- παραγωγική κατάληξη
Σύνθετα
- ως δεύτερο συνθετικό: Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -παραγωγικός στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- αναπαραγωγικός
- ηλεκτροπαραγωγικός
- πετρελαιοπαραγωγικός
- υποθετικοπαραγωγικός
- λήγουν σε -παραγωγικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 771, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- παραγωγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραγωγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.