αναπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπαραγωγικός | η | αναπαραγωγική | το | αναπαραγωγικό |
| γενική | του | αναπαραγωγικού | της | αναπαραγωγικής | του | αναπαραγωγικού |
| αιτιατική | τον | αναπαραγωγικό | την | αναπαραγωγική | το | αναπαραγωγικό |
| κλητική | αναπαραγωγικέ | αναπαραγωγική | αναπαραγωγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπαραγωγικοί | οι | αναπαραγωγικές | τα | αναπαραγωγικά |
| γενική | των | αναπαραγωγικών | των | αναπαραγωγικών | των | αναπαραγωγικών |
| αιτιατική | τους | αναπαραγωγικούς | τις | αναπαραγωγικές | τα | αναπαραγωγικά |
| κλητική | αναπαραγωγικοί | αναπαραγωγικές | αναπαραγωγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναπαραγωγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αναπαραγωγικός
- που αναφέρεται στην αναπαραγωγή
- τα αναπαραγωγικά όργανα των λουλουδιών είναι οι στήμονες και ο ύπερος
Μεταφράσεις
αναπαραγωγικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.