ηλεκτροπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηλεκτροπαραγωγικός < ηλεκτροπαραγωγ(ή) + -ικός. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηλεκτρο- + -παραγωγικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.pa.ɾa.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λεκ‐τρο‐πα‐ρα‐γω‐γι‐κός
Επίθετο
ηλεκτροπαραγωγικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την ηλεκτροπαραγωγή
- ※ Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων, με ηλεκτροπαραγωγική ισχύ 30 μεγαβάτ μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες των βασικών υποδομών, νοσοκομείων, αντλιοστασίων κ.λπ. ενώ με εκ περιτροπής περικοπές, εφόσον χρειαστεί, θα παρέχεται ηλεκτροδότηση στο σύνολο της περιοχής.
- Ηλεκτρογεννήτριες στη Χαλκιδική από σήμερα το βράδυ, Η Καθημερινή, 11 Ιουλίου 2019
- ※ Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων, με ηλεκτροπαραγωγική ισχύ 30 μεγαβάτ μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες των βασικών υποδομών, νοσοκομείων, αντλιοστασίων κ.λπ. ενώ με εκ περιτροπής περικοπές, εφόσον χρειαστεί, θα παρέχεται ηλεκτροδότηση στο σύνολο της περιοχής.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ηλεκτροπαραγωγικός
|
|
Αναφορές
- ηλεκτροπαραγωγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.