production

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
production productions

Προφορά

ΔΦΑ : /pɹəˈdʌkʃən/
 
 

Ουσιαστικό

production (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η παραγωγή, η διαδικασία παραγωγής τροφών, αγαθών ή υλικών, ιδιαίτερα μεγάλων ποσοτήτων
    The production of olive oil takes a lot of time.
    Η παραγωγή ελαιόλαδου παίρνει πολύ χρόνο.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεατρική παράσταση
    the production of Lysistrata by Aristophanes - η παράσταση της Λυσιστράτης του Aριστοφάνη
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη show
  3. το προϊόν που παράγεται μαζικά ή είναι έτοιμο να για μαζική παραγωγή
  4. (προγραμματισμός) η παραγωγική λειτουργία λογισμικού (software), σε πραγματικές συνθήκες, αφού έχει περάσει τα στάδια της ανάπτυξης (development) και των δοκιμών

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
production productions

production (fr) θηλυκό

  1. η παραγωγή
  2. η επίδειξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.