επαγωγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαγωγικός η επαγωγική το επαγωγικό
      γενική του επαγωγικού της επαγωγικής του επαγωγικού
    αιτιατική τον επαγωγικό την επαγωγική το επαγωγικό
     κλητική επαγωγικέ επαγωγική επαγωγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαγωγικοί οι επαγωγικές τα επαγωγικά
      γενική των επαγωγικών των επαγωγικών των επαγωγικών
    αιτιατική τους επαγωγικούς τις επαγωγικές τα επαγωγικά
     κλητική επαγωγικοί επαγωγικές επαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επαγωγικός <

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.ɣo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαγωγικός

Επίθετο

επαγωγικός, -ή, -ό [2]

  1. (λογική) συλλογισμός που ξεκινάει από το ειδικό, το μερικό και οδηγείται σε κάτι γενικό
     αντώνυμα: παραγωγικός
  2. (φυσική) που σχετίζεται με την επαγωγή ή αναφέρεται σ' αυτήν
    επαγωγικό ρεύμα, πηνίο, κύκλωμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επαγωγή, επάγω, επί και άγω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. επαγωγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επαγωγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.