-ούχος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ούχος

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -ούχος οι -ούχοι
      γενική του/της -ούχου των -ούχων
    αιτιατική τον/τη(ν) -ούχο τους/τις -ούχους
     κλητική -ούχε -ούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-ούχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -οῦχος < ἔχω[1]

Επίθημα

-ούχος αρσενικό ή θηλυκό

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ούχος η -ούχα
& -ούχος
το -ούχο
      γενική του -ούχου
& -ούχου
της -ούχας
& -ούχου
του -ούχου
& -ούχου
    αιτιατική τον -ούχο τη(ν) -ούχα
& -ούχο
το -ούχο
     κλητική -ούχε -ούχα
& -ούχε
-ούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ούχοι οι -ούχες
& -ούχοι
τα -ούχα
      γενική των -ούχων
& -ούχων
των -ούχων
& -ούχων
των -ούχων
& -ούχων
    αιτιατική τους -ούχους
& -ούχους
τις -ούχες
& -ούχους
τα -ούχα
     κλητική -ούχοι -ούχες
& -ούχοι
-ούχα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
-ούχος < -ούχος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική -haltig[1]

Επίθημα

-ούχος, -ος/-α, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ούχος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ούχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.