οικοπεδούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | οικοπεδούχος | οι | οικοπεδούχοι |
| γενική | του/της | οικοπεδούχου | των | οικοπεδούχων |
| αιτιατική | τον/την | οικοπεδούχο | τους/τις | οικοπεδούχους |
| κλητική | οικοπεδούχε | οικοπεδούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικοπεδούχος < οικόπεδ(ο) + -ούχος
Μεταφράσεις
οικοπεδούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.