ανθρακούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρακούχος η ανθρακούχα το ανθρακούχο
      γενική του ανθρακούχου της ανθρακούχας του ανθρακούχου
    αιτιατική τον ανθρακούχο την ανθρακούχα το ανθρακούχο
     κλητική ανθρακούχε ανθρακούχα ανθρακούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρακούχοι οι ανθρακούχες τα ανθρακούχα
      γενική των ανθρακούχων των ανθρακούχων των ανθρακούχων
    αιτιατική τους ανθρακούχους τις ανθρακούχες τα ανθρακούχα
     κλητική ανθρακούχοι ανθρακούχες ανθρακούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρακούχος < άνθρακας + -ούχος

Επίθετο

ανθρακούχος

  1. που περιέχει άνθρακα
  2. που περιέχει ανθρακικό
    ανθρακούχο ποτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.