χλωριούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωριούχος η χλωριούχος
& χλωριούχα
το χλωριούχο
      γενική του χλωριούχου της χλωριούχου
& χλωριούχας
του χλωριούχου
    αιτιατική τον χλωριούχο τη χλωριούχο
& χλωριούχα
το χλωριούχο
     κλητική χλωριούχε χλωριούχε
& χλωριούχα
χλωριούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωριούχοι οι χλωριούχοι
& χλωριούχες
τα χλωριούχα
      γενική των χλωριούχων των χλωριούχων των χλωριούχων
    αιτιατική τους χλωριούχους τις χλωριούχους
& χλωριούχες
τα χλωριούχα
     κλητική χλωριούχοι χλωριούχοι
& χλωριούχες
χλωριούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χλωριούχος < χλώρι(ο) + -ούχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chloré [1]

Επίθετο

χλωριούχος, -ος/-α, ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.