χλωριούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χλωριούχος | η | χλωριούχος & χλωριούχα |
το | χλωριούχο |
| γενική | του | χλωριούχου | της | χλωριούχου & χλωριούχας |
του | χλωριούχου |
| αιτιατική | τον | χλωριούχο | τη | χλωριούχο & χλωριούχα |
το | χλωριούχο |
| κλητική | χλωριούχε | χλωριούχε & χλωριούχα |
χλωριούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χλωριούχοι | οι | χλωριούχοι & χλωριούχες |
τα | χλωριούχα |
| γενική | των | χλωριούχων | των | χλωριούχων | των | χλωριούχων |
| αιτιατική | τους | χλωριούχους | τις | χλωριούχους & χλωριούχες |
τα | χλωριούχα |
| κλητική | χλωριούχοι | χλωριούχοι & χλωριούχες |
χλωριούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χλωριούχος < χλώρι(ο) + -ούχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chloré [1]
Μεταφράσεις
χλωριούχος
|
|
Αναφορές
- χλωριούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.