γηπεδούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γηπεδούχος η γηπεδούχος
& γηπεδούχα
το γηπεδούχο
      γενική του γηπεδούχου της γηπεδούχου
& γηπεδούχας
του γηπεδούχου
    αιτιατική τον γηπεδούχο τη γηπεδούχο
& γηπεδούχα
το γηπεδούχο
     κλητική γηπεδούχε γηπεδούχε
& γηπεδούχα
γηπεδούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γηπεδούχοι οι γηπεδούχοι
& γηπεδούχες
τα γηπεδούχα
      γενική των γηπεδούχων των γηπεδούχων των γηπεδούχων
    αιτιατική τους γηπεδούχους τις γηπεδούχους
& γηπεδούχες
τα γηπεδούχα
     κλητική γηπεδούχοι γηπεδούχοι
& γηπεδούχες
γηπεδούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γηπεδούχος < γήπεδ(ο) + -ούχος ( < έχω )

Επίθετο

γηπεδούχος, -ος/-α, -ο

  • (για αθλητική ομάδα) που αγωνίζεται στο δικό του γήπεδο, στην έδρα του

Ουσιαστικό

γηπεδούχος θηλυκό

  • η ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο, στην έδρα της
    Τσέλτεναμ-Γιορκ: Πέντε ματς αήττητη η γηπεδούχος, θέλει να μπει στα πλέι οφ, έχει καλή έδρα. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/03/2001)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.