γηπεδούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γηπεδούχος | η | γηπεδούχος & γηπεδούχα |
το | γηπεδούχο |
| γενική | του | γηπεδούχου | της | γηπεδούχου & γηπεδούχας |
του | γηπεδούχου |
| αιτιατική | τον | γηπεδούχο | τη | γηπεδούχο & γηπεδούχα |
το | γηπεδούχο |
| κλητική | γηπεδούχε | γηπεδούχε & γηπεδούχα |
γηπεδούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γηπεδούχοι | οι | γηπεδούχοι & γηπεδούχες |
τα | γηπεδούχα |
| γενική | των | γηπεδούχων | των | γηπεδούχων | των | γηπεδούχων |
| αιτιατική | τους | γηπεδούχους | τις | γηπεδούχους & γηπεδούχες |
τα | γηπεδούχα |
| κλητική | γηπεδούχοι | γηπεδούχοι & γηπεδούχες |
γηπεδούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γηπεδούχος, -ος/-α, -ο
Ουσιαστικό
γηπεδούχος θηλυκό
Μεταφράσεις
γηπεδούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.